Στη σημερινή κοινωνία, το νευρικό σύστημα ενός νέου παιδιού καλείται να έρθει αντιμέτωπο με μια «φορτωμένη» πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα που κατακλύζεται από πληθώρα ερεθισμάτων, πληροφοριών, πειρασμών, και επιλογών, επηρεάζοντας άμεσα τη ζωή, τις σχέσεις και τον ψυχισμό μας. Το φαινόμενο αυτό εντείνεται σαφώς και από το Διαδίκτυο, το οποίο όχι μόνο οδηγεί σε χαμηλότερα επίπεδα ευφορίας και αυτοπεποίθησης, αλλά και ενθαρρύνει ναρκισσιστικές συμπεριφορές που αλλοιώνουν το βάθος και την ουσία των ανθρώπινων σχέσεων. Ο άνθρωπος χρειάζεται να οριοθετηθεί απέναντι σε αυτή τη πραγματικότητα.
Η Απουσία της Παιδικής Οριοθέτησης
Πιθανότατα μέχρι το 6ο και σίγουρα έως το 18ο έτος της ηλικίας, αν έχει δοθεί ήδη μια κατάλληλη βάση από τους γονείς του, το παιδί γνωρίζει τα όριά του, τα πατήματά του, τι θέλει και τι δεν θέλει, τι είναι καλό για εκείνο και τι δεν είναι. Κατά τις προηγούμενες ηλικίες όμως, είναι στον ρόλο του γονέα να καθοδηγήσει το παιδί του να βρει σαφείς απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα. Το νέο παιδί δεν διαθέτει την κριτική σκέψη και το ψυχικό σθένος να καταλήξει μόνο του σε τέτοιες απαντήσεις.
Από την άλλη, οι γονείς έρχονται αντιμέτωποι με ακόμα περισσότερες προκλήσεις στον ρόλο τους αυτό, δεδομένης της πληθώρας ερεθισμάτων και «διαβρωτικών» αποσπάσεων που περιέγραψα προηγουμένως. Περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το νέο παιδί έχει ανάγκη από σαφή οριοθέτηση απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα. Οι γονείς οφείλουν να του δείχνουν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει, τι επιτρέπεται και τι δεν επιτρέπεται, τι είναι ωφέλιμο για εκείνο και τι δεν είναι, τι είναι ασφαλές και τι δεν είναι, τι μπορεί να ελέγξει και τι δεν μπορεί. Με τις υποδείξεις αυτές, ο παιδικός ψυχισμός οριοθετείται και το παιδί αισθάνεται ήρεμο, φροντισμένο, και ασφαλές απέναντι σε μια χαοτική εξωτερική πραγματικότητα. Γνωρίζοντας τα πατήματα και τα όριά του, θα μπορέσει αργότερα να δρομολογήσει μια υγιή πορεία προς την απόλαυση και τη χαρά.
Ούτως ή άλλως, το παιδί διαθέτει ενστικτωδώς τάσεις αναζήτησης ασφάλειας και αυτοφροντίδας. Αν όμως δεν υπάρξει η σχετική οριοθέτηση από τους γονείς του σε πρώιμο στάδιο, το παιδί χαώνεται. Στην μάταιη προσπάθειά του να αναζητήσει από μόνο του την φροντίδα που τόσο έχει ανάγκη, ο ψυχισμός του καθηλώνεται. Γίνεται ανήσυχο και αγχώδες, ενώ μπορεί να αναπτύξει και ψυχαναγκαστικές συμπεριφορές.
Η Γονεϊκή Υπερπαροχή «Χαώνει» το Παιδί
Ορισμένοι γονείς μεγαλώνουν παιδιά χωρίς να έχουν μια σαφή ιδέα για μία δόκιμη ανατροφή, ενώ ταυτόχρονα όχι μόνο δεν συνειδητοποιούν την ανάγκη για εξειδικευμένη υποστήριξη, αλλά και δεν την αναζητούν. Σαφώς υπάρχει αγάπη, αλλά δεδομένων όλων αυτών που «κουβαλάνε» οι ίδιοι οι γονείς από την δική τους οικογένεια, αυτή η αγάπη διοχετεύεται στο παιδί με λανθασμένο τρόπο.
Μία αρκετά διαδεδομένη περίπτωση «λανθασμένης» τοποθέτησης της γονεϊκής αγάπης, είναι το φαινόμενο της υπερπαροχής. Η πεποίθηση, δηλαδή, ότι «αν δίνω από την αρχή στο παιδί μου ό,τι θέλει και όποτε το θέλει, τότε δεν θα χρειαστεί να ξεβολευτώ παραπάνω από το αναμενόμενο για να του καλύψω κάποια ιδιαίτερη ανάγκη ή απαίτηση, ή ότι κανείς δεν θα μπορεί να μου προσάψει κάτι για τον ρόλο μου ως γονέα». Οι σκέψεις αυτές δεν είναι απαραίτητο να είναι συνειδητές. Ο γονέας βιώνει ανασφάλεια κατά την ανατροφή του παιδιού του, και αποφασίζει να του τα παρέχει όλα, ελπίζοντας να «ελαφρύνει» τον δύσκολο γονεϊκό του ρόλο. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι αναφέρομαι τόσο στην υλική όσο και στην συναισθηματική παροχή. Ως επακόλουθο, το παιδί μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον στο οποίο συνηθίζει το χάος, την έλλειψη ορίων και συνέπειας, το βόλεμα. Δεν θα αντιμετωπίσει δυσκολίες τις οποίες θα χρειαστεί να ξεπεράσει για να εξελιχθεί, δεν θα βιώσει την έλλειψη ώστε να κατανοήσει τις προτιμήσεις και τα όριά του, δεν θα βιώσει προκλήσεις ώστε να αναπτύξει τεχνικές ψυχικής ανθεκτικότητας.
Πολλές φορές μάλιστα, η παροχή που έχει δοθεί είναι τόσο έντονη, που το παιδί δυσκολεύεται να τη διαχειριστεί ψυχολογικά, διότι είναι αδύνατον να καταναλωθεί, να «μεταβολιστεί» από ένα μόνο άτομο. Αναδύονται ερωτήματα όπως «τι υποτίθεται ότι πρέπει να τα κάνω όλα αυτά;», «τι περιμένουν από μένα να κάνω με όλα αυτά;», «γιατί μου έδωσαν τόσα πολλά;», «πώς περιμένουν να τα καταναλώσω όλα;» ή «πώς τοποθετούμαι/τι ρόλο παίζω απέναντι σε όλα αυτά;».
Το Συναίσθημα ενός Μη Οριοθετημένου Ενήλικα
Όταν λοιπόν ένας παιδικός ψυχισμός που δεν έχει οριοθετηθεί, γίνει ενήλικας και βγει στην κοινωνία και τον πραγματικό κόσμο, θα βιώσει εξαιρετικά έντονη σύγχυση. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο επειδή θα έρθει αντιμέτωπος με μια εκ διαμέτρου αντίθετη πραγματικότητα, αλλά και επειδή θα χαωθεί στην προσπάθειά του να βρει τα πατήματά σου, σε έναν κόσμο με υπερδιπλάσια ερεθίσματα και επιλογές από εκείνον που μέχρι τώρα είχε συνηθίσει. Έχουμε πλέον να κάνουμε με ένα μονίμως αγχώδη και ανήσυχο ενήλικα, που καλείται να οριοθετηθεί σε μια κοινωνία χωρίς ποτέ κανείς να του έχει δείξει τον τρόπο.
Πολλές από τις συμπεριφορές που συναντάμε κυρίως στην διπολική διαταραχή, την κυκλοθυμική διαταραχή, και την οριακή διαταραχή προσωπικότητας, πιθανότατα θα μπορούσαν να αποτελούν ασυνείδητες, απεγνωσμένες προσπάθειες ενός τέτοιου ενήλικα να οριοθετήσει τον εαυτό του. Ο ενήλικας που δεν έχει οριοθετηθεί, παρατηρείται να υιοθετεί υπερβολικές, ακραίες, προκλητικές, κοινωνικά δυσπροσαρμοστικές συμπεριφορές. Παραδείγματα τέτοιων συμπεριφορών αποτελούν διακυμάνσεις στον ύπνο, το φαγητό, τον τζόγο, την κατανάλωση αλκοόλ, την ενδυμασία, την κοινωνικότητα, τη σεξουαλική δραστηριότητα, την σωματική δραστηριότητα, ή τη λεκτική και σωματική βία. Το άτομο βασανίζεται από τις συμπεριφορές αυτές, καθώς επιφέρουν ολέθριες συνέπειες στη ζωή τη δική του και των κοντινών του ανθρώπων.
Βασανίζεται μεν, μήπως όμως υπάρχει και κάποιο όφελος; Οι συμπεριφορές αυτές φαίνεται να έχουν όλες ένα κοινό στοιχείο: αποσπούν ανάλογες αντιδράσεις από τους άλλους ανθρώπους, και ενισχύονται εν’ όψη αυτών των αντιδράσεων. Τέτοιες αντιδράσεις μπορεί να είναι η φροντίδα, η υποστήριξη, το νοιάξιμο, η επίκριση, η αποξένωση, η αποφυγή, η απειλή, η επιθετικότητα, και άλλες. Ο ενήλικας χωρίς οριοθέτηση μοιάζει λοιπόν σαν να επιδίδεται σε συμπεριφορές των άκρων, ακριβώς για να δοκιμάσει τις αντοχές και τα όριά του, χρησιμοποιώντας ταυτόχρονα τα κοινωνικά συστήματα ως σημεία αναφοράς και ανατροφοδότησης (feedback). Μοιάζει σαν να λειτουργεί ασυνείδητα με την ακόλουθη πεποίθηση: «νιώθω τόσο χαμένος, που ο μόνος τρόπος να βρω τα όριά μου είναι να διαχέω το εύρος της συμπεριφοράς μου, περιμένοντας από τους άλλους να μου υποδείξουν τους περιορισμούς που τόσο χρειάζομαι». Το αξιοσημείωτο σε όλη αυτή τη ψυχική διεργασία είναι ότι παρόλο που βραχυπρόθεσμα τέτοιες συμπεριφορές επιβαρύνουν την ψυχική υγεία του ατόμου, μακροπρόθεσμα φαίνεται να αποσκοπούν στην ενίσχυσή της. Διότι ο τελικός στόχος είναι η υγιής οριοθέτηση, και μόνο ένα κατάλληλα οριοθετημένο άτομο μπορεί να απολαύσει και να χαρεί τη ζωή.
Δεν αποσκοπώ στο να προσφέρω μια καθολική εξήγηση για την κλινική εικόνα που συναντάμε στις προαναφερθείσες ψυχικές διαταραχές. Θα ήθελα όμως να προτείνω μια πιθανή εξήγηση για τη συμπεριφορά μιας μερίδας των ανθρώπων αυτών, οι οποίοι ενδέχεται να επιδίδονται σε τέτοιες συμπεριφορές σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να οριοθετηθούν.