Η αποδοχή έχει γίνει πλέον ευρέως αντιληπτή ως η στάση εκείνη που θα μας οδηγήσει στη θεραπεία, την απελευθέρωση, τη λύτρωση, τη γαλήνη. Πόσο συχνά ακούμε, τόσο αμιγώς εντός όσο και αρκετά εκτός του χώρου της ψυχολογικής επιστήμης, φράσεις όπως «αποδέξου τα πράγματα όπως είναι», ή «αποδέξου αυτό που δεν μπορείς να αλλάξεις»; Τι είναι τελικά αυτό το τόσο «θαυματουργό» που υπόσχεται η αποδοχή, και για ποιο λόγο παρατηρείται μία τόσο σθεναρή αντίσταση απέναντί της;
Ως έννοια, η αποδοχή έχει κάτι το θεμελιωδώς οξύμωρο και αντιθετικό. Μας λέει ότι προκειμένου να νιώθουμε και να ζούμε καλύτερα, ουσιαστικά δεν χρειάζεται να κάνουμε τίποτα. Δεν χρειάζεται να προσπαθήσουμε να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε τίποτα στον εαυτό μας, στους άλλους, στη ζωή μας. Προτείνει μία στάση παύσης, απραξίας, άκριτης παρατήρησης.
Καθίσταται έτσι εξαιρετικά εύκολο να συνδέσουμε την αποδοχή με τη παραίτηση. Όταν η κοινωνία μάς «διδάσκει» ότι η ευτυχία επιτυγχάνεται μόνο μέσα από τον μόχθο, τη προσπάθεια, τη δύναμη, τον αγώνα, πώς είναι δυνατόν να δεχθούμε ότι αυτό που ψάχνουμε μπορεί να έρθει μέσα από κάτι τόσο φαινομενικά απλό, ή ακόμα και ποταπό, όπως η αποδοχή; Εξισώνουμε την αποδοχή με τη παραίτηση, τη τεμπελιά, τη παραδοχή της αδυναμίας και της ανημποριάς μας. Κανείς δεν το θέλει αυτό.
Στη πραγματικότητα, η αποδοχή ενέχει άλλου είδους παραίτηση. Παραίτηση από τη (κατά τ' άλλα ασυνείδητη) ψευδαίσθηση ότι είμαστε παντοδύναμοι, ότι μπορούμε να καταφέρουμε, να αντέξουμε και να ξεπεράσουμε τα πάντα. Πολλοί ζούμε πεισματικά ή εμμονικά προσκολλημένοι στην ιδέα αυτή, σχεδόν σαν μικρά παιδιά. Είναι ακριβώς αυτή η προσκόλληση που αποτελεί και το κυριότερο εμπόδιο για την αποδοχή. Ένα αδιανόητο και ακατανίκητο πείσμα ότι «εγώ μπορώ» – και όταν βλέπω να μην μπορώ, «μου στρίβει».
Τελικά, μοιάζει η αποδοχή να προϋποθέτει μία διαδικασία ταπείνωσης και πένθους. Σαν να χρειάζεται να πενθήσουμε για τη κατάρρευση αυτής μας της φαντασίωσης. Ακούγεται πολύ δύσκολο, έως και ακατόρθωτο. Τη ταπείνωση δεν τη θέλει ο εγωισμός μας, την απεχθάνεται. Αν πενθήσουμε όμως, αν «παραιτηθούμε» και δεχθούμε ότι δεν είμαστε παντοδύναμοι, με ποιο τρόπο υποτίθεται ότι θα καταφέρουμε να πάμε εκεί που θέλουμε;
Η Υπόσχεση της Αποδοχής
Όλα όσα «παλεύουμε», όλα όσα αρνούμαστε πεισματικά να (απο)δεχθούμε και να «χωρέσουμε» μέσα μας, αιχμαλωτίζουν ολοκληρωτικά την ενέργεια και τη προσοχή μας. Καλλιεργείται μία κατάσταση μεγάλης εσωτερικής αντίστασης αλλά και καθήλωσης, απέναντι σε όλα όσα «δεν». Καταλαμβάνουν τόσο πολύ χώρο μέσα μας, που δεν αφήνουν τίποτα άλλο να μπει.
Η αποδοχή μάς προσκαλεί απλά να παρατηρούμε «πώς είναι» να βιώνουμε ό,τι μας συμβαίνει, την αίσθηση που μας αφήνει, χωρίς καμία διάθεση αξιολόγησης ή κριτικής, και χωρίς να μπαίνουμε σε εγρήγορση, προσπαθώντας να αλλάξουμε ή να διορθώσουμε κάτι.
Αφαιρείται έτσι η δύναμη και ο χώρος που καταλαμβάνεται από την άρνηση και την αντίσταση. Όλα όσα μας ζορίζουν και μας «γρατζουνάνε» μπορούν να παραμεριστούν, να περάσουν στο παρασκήνιο. Δεν ακυρώνεται ούτε αγνοείται η ύπαρξή τους, αλλάζει όμως το πώς νιώθουμε για αυτήν. Η εσωτερική αυτή «στροφή» μας επιτρέπει να χαράξουμε τη πορεία που θέλουμε, με ψυχραιμία, ωριμότητα, και καθαρό νου. Η αποδοχή ουσιαστικά «κάνει χώρο» για το καινούριο, για την αλλαγή.