Η προσωποκεντρική προσέγγιση στη ψυχοθεραπεία εισηγήθηκε από τον Αμερικανό ψυχολόγο Carl Rogers (1902-1987). Μέσα από το θεραπευτικό του έργο, ο Rogers παρατήρησε πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη του ανθρώπου να ακουστεί, και πόσο μεγάλη ικανοποίηση εισπράττει όταν νιώθει ότι τελικά ακούγεται. Μάλιστα, η ανάγκη του ανθρώπου να ακούγεται και να γίνεται κατανοητός, φαίνεται πολλές φορές να υπερβαίνει ακόμα και την ανάγκη να επιλύει τις ίδιες τις δυσκολίες που τον ταλαιπωρούν, όσο επείγουσες και να είναι!
Ο Rogers απομακρύνθηκε αισθητά από τις διακεκριμένες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις της εποχής του, όπως η ψυχανάλυση, η οποία βασίζεται στην πεποίθηση ότι το άτομο ετεροκαθορίζεται από σκοτεινά ένστικτα και παρορμήσεις, και ότι είναι στον ρόλο του θεραπευτή, και της ειδημοσύνης του, να τις «ξεσκεπάσει». Αντιθέτως, ο Rogers αναγνωρίζει ότι ο πιο αξιόπιστος γνώστης και οδηγός για τη βιωμένη εμπειρία του ατόμου, δεν είναι άλλος από το ίδιο το άτομο (προσωποκεντρισμός). Έτσι, έχει την ικανότητα να λειτουργεί το ίδιο ως πηγή των απαντήσεων που αναζητά, χωρίς ο θεραπευτής να στέκεται ως ειδικός ή αυθεντία – αρκεί να του δίνεται η δυνατότητα, και ο χώρος, να υπάρχει όπως ακριβώς είναι, ελεύθερα και άκριτα.
Τι Είναι η Προσωποκεντρική Προσέγγιση;
Η προσωποκεντρική προσέγγιση προσφέρει ακριβώς αυτή τη δυνατότητα. Ο ρόλος του προσωποκεντρικού θεραπευτή είναι να καλλιεργεί μία θεραπευτική σχέση που καλωσορίζει και αγκαλιάζει το σύνολο της ύπαρξης του ατόμου, χωρίς ονοματοδοσίες, ταμπέλες, αξιολογήσεις ή κατευθύνσεις. Αυτό επιτρέπει στο άτομο να έρθει σε πληρέστερη επαφή με τον αυθεντικό του εαυτό – εφόσον έχει (ανα)γνωρίσει και αποδεχθεί όλα του τα κομμάτια – και να επιλέξει εκ νέου τον τρόπο που επιθυμεί να υπάρχει και να σχετίζεται. Για την οικοδόμηση μιας τέτοιας θεραπευτικής σχέσης, ο θεραπευτής καλείται να ακολουθεί τις εξής τρεις συνθήκες: ενσυναίσθηση, άνευ όρων αποδοχή, και αυθεντικότητα.
Ενσυναίσθηση: αφορά στην ικανότητα του θεραπευτή να «πλοηγείται», να κατευθύνεται δηλαδή με ακρίβεια αλλά και ασφάλεια στον κόσμο του άλλου, να νιώθει αυτά που νιώθει, να βιώνει αυτά που βιώνει, σα να ήταν αυτός ο άλλος. Περιλαμβάνει την ικανότητα να τον συνοδεύει τόσο στα πάνω όσο και στα κάτω του, να βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις και εκφράσεις για να καθρεφτίζει τα συναισθήματα που εκφράζονται, αλλά ακόμα και να αντιλαμβάνεται και να επικοινωνεί σκέψεις και συναισθήματα που δεν έχουν ειπωθεί ευθέως, όμως προκύπτουν ως αποτέλεσμα όλων όσων έχουν ήδη ακουστεί.
Άνευ Όρων Αποδοχή: είναι η ικανότητα του θεραπευτή να αποδέχεται τον άλλον έτσι ακριβώς όπως είναι, έτσι ακριβώς όπως παρουσιάζεται ανά πάσα στιγμή. Αποδοχή χωρίς όρους και προϋποθέσεις, και χωρίς ο θεραπευόμενος να βιώνει κάποια πίεση να υπάρχει με έναν τρόπο διαφορετικό από το φυσικό, τον αυθόρμητο. Για τον θεραπευτή, αποδέχομαι σημαίνει αναγνωρίζω το δικαίωμα του άλλου να υπάρχει όπως επιθυμεί ή μπορεί κάθε στιγμή, χωρίς αξιολόγηση ή κριτική.
Αυθεντικότητα: ο θεραπευτής σχετίζεται με τον θεραπευόμενο όχι ως ειδικός, αλλά απλά ως ένας άλλος άνθρωπος, ένα πρόσωπο. Η αυθεντικότητα αφορά στην ικανότητα του θεραπευτή να αναγνωρίζει ανά πάσα στιγμή τα δικά του, προσωπικά κομμάτια που αναδύονται κατά τη θεραπευτική διαδικασία – να είναι σύμφωνος με τον εαυτό του και ενήμερος ανά πάσα στιγμή για αυτό που ανακινείται μέσα του. Τα κομμάτια αυτά καλείται είτε να τα παραμερίζει, καθώς είναι αποκλειστικά δικά του και δεν αφορούν τον άλλον, είτε να τα επικοινωνεί, με ένα τρόπο αυθεντικό και ανθρώπινο, διότι κρίνει ότι θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρήσιμες πληροφορίες ή ερεθίσματα για τη θεραπευτική πορεία του άλλου.
«Πώς Μπορούν Αυτά Να Βοηθήσουν Εμένα;»
Η προσωποκεντρική προσέγγιση δεν προσπαθεί να αλλάξει το άτομο ή να το «χωρέσει» σε προκαθορισμένες ψυχολογικές ορολογίες ή αντιλήψεις περί ιδανικής ή «σωστής» ψυχολογικής λειτουργικότητας. Αντιθέτως, προσπαθεί να το ακούσει – μάλιστα, η «αίσθηση ότι εισακούγομαι» είναι από μόνη της θεραπευτική. Μέσα από τη προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία, οι στάσεις της ενσυναίσθησης, αποδοχής άνευ όρων και αυθεντικότητας, εσωτερικεύονται σταδιακά από τον ίδιο τον θεραπευόμενο και προσφέρουν ένα νέο τρόπο ύπαρξης και «σχετίζεσθαι», τόσο με τον εαυτό όσο και με τους άλλους. Η θεραπευτική πορεία λειτουργεί συνήθως ως εξής:
Όσο περισσότερο το άτομο πλαισιώνεται από κάποιον που το ακούει με ακρίβεια και ασφάλεια, τόσο περισσότερο ακούει και αντιλαμβάνεται με ακρίβεια και ασφάλεια τον εαυτό του. Αρχίζει να κρατά μία πιο ανοικτή στάση απέναντι στον εαυτό του και αφουγκράζεται ιδέες, σκέψεις και συναισθήματα – τόσο θετικά όσο και αρνητικά – που για καιρό αρνούνταν, καταπίεζε, ή αγνοούσε την ύπαρξή τους.
Όσο περισσότερο ακούει την εσωτερική του φωνή και την εκφράζει στη πράξη, τόσο τις θετικές όσο και της αρνητικές, δυσβάσταχτες πτυχές της, τόσο περισσότερο αποδέχεται τον εαυτό του. Στη διαδικασία αυτή, όσο περισσότερο πλαισιώνεται από έναν θεραπευτή που εξακολουθεί να τον αποδέχεται άνευ όρων, τόσο περισσότερο εσωτερικεύει αυτή τη στάση και για τον ίδιο του το εαυτό.
Τέλος, όσο περισσότερο αφουγκράζεται τον εαυτό του, όσο περισσότερο αποδέχεται όλες του τις πτυχές χωρίς να τις αξιολογεί, τόσο περισσότερο έρχεται σε συμφωνία με τον εαυτό του. Γίνεται αυθεντικός, περισσότερο αυθόρμητος και ανοιχτός, λιγότερο αμυντικός, και εγκαταλείπει τα προσωπεία, διότι πλέον δεν του χρησιμεύουν. Αρχίζει να αναγνωρίζει και να ταυτίζεται με την αλήθεια του. Συνειδητοποιεί ότι έχει όλη την ελευθερία να αναπτυχθεί προς οποιαδήποτε κατεύθυνση τον οδηγεί η φύση του.
Όπως λέει και ο Rogers, «είναι εκπληκτικό πώς πράγματα που φαίνονται άλυτα επιλύονται όταν κάποιος ακούει, πώς η σύγχυση που φαίνεται αδιέξοδη δίνει τη θέση της σε σχετικά σαφή δεδομένα, όταν κάποιος εισακούεται».