Ο νους μας φιλοξενεί χιλιάδες σκέψεις μέσα σε μία μέρα. Ορισμένες τις συνειδητοποιούμε, άλλες όχι. Κάποιες μας ευχαριστούν, άλλες όχι. Μερικές σκέψεις μας απασχολούν περισσότερο από άλλες. Συνήθως είμαστε σε θέση όχι μόνο να κατανοήσουμε τον λόγο που υπάρχουν, αλλά και να διαχειριστούμε αποτελεσματικά τα συναισθήματα που προκύπτουν. Βρίσκονται λοιπόν, θα λέγαμε, υπό τον έλεγχό μας, και αυτό τις καθιστά διαχειρίσιμες.
Σκέψεις Εκτός Ελέγχου
Γίνεται άραγε ο νους μας να φιλοξενεί σκέψεις που φαινομενικά δεν του ανήκουν; Σκέψεις για την ύπαρξη των οποίων αδυνατούμε να δώσουμε κάποια εξήγηση; Βεβαίως – και είναι ένα ιδιαίτερα δυσάρεστο βίωμα. Όσοι το βιώνουν, το περιγράφουν με μία αίσθηση ότι «νομίζω πως χάνω το μυαλό μου», ή ότι «γίνομαι τρελός/ή». Διαπιστώνουν ότι μπορούν να ασκούν ελάχιστο έλεγχο τόσο στο περιεχόμενο όσο και στην ένταση των σκέψεών τους, με αποτέλεσμα οι σκέψεις να βιώνονται ως παρεισφρέουσες και συνεπώς ξένες.
Δεν είναι μόνο η αίσθηση απώλειας ελέγχου στη σκέψη που καθιστά το βίωμα αυτό τρομακτικό, αλλά και το περιεχόμενό τους. Συνήθως, τέτοιες σκέψεις αφορούν υπερβολικές ή παράλογες φοβίες που σχετίζονται με υπαρξιακά, ασθένεια, ατύχημα, θάνατο, πρόκληση βίας στον εαυτό ή και σε κοντινά πρόσωπα. Η αδυναμία ελέγχου πάνω σε τέτοιου είδους σκέψεις ακούγεται πραγματικά εφιαλτική. Κυριεύουν ολοκληρωτικά το άτομο, περιορίζουν σημαντικά τη λειτουργικότητά του και ενθαρρύνουν τη κοινωνική απόσυρση και απομόνωση.
Προκειμένου να καταλαγιάσει το άγχος του και να διατηρήσει τη «συνοχή» του, το άτομο πασχίζει να βρει μία λογική εξήγηση για αυτές τις φαινομενικά ξένες σκέψεις. Μπορεί συνεπώς σταδιακά να υιοθετήσει νέες πτυχές στη ταυτότητά του, πτυχές φαινομενικά αλλόκοτες ή παράξενες, π.χ. «είμαι κακός». Αν αφεθεί, αυτό είναι εξίσου δυσάρεστο αλλά και επίφοβο, ιδιαίτερα εφόσον τέτοιου είδους σκέψεις απαντώνται συνηθέστερα σε άτομα νεότερης ηλικίας, όπου ο εγκέφαλος βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση.
Πώς Εξηγείται;
Τα άτομα αυτά δεν είναι τρελά ούτε κοντεύουν να τρελαθούν. Οι εισβάλλουσες σκέψεις ή αισθήσεις οφείλονται σε αυξημένο και χρόνια εγκλωβισμένο άγχος, ενδεχομένως στα πλαίσια μίας αγχώδους διαταραχής. Μπορεί η συμπεριφορά των ατόμων αυτών να φαίνεται αναμενόμενη και φυσιολογική, υπόγεια όμως υπάρχει ένα έντονο άγχος που «θεριεύει» και ζητάει να εκτονωθεί.
Ο λόγος που το άγχος εκφράζεται με τόσο άσχημο τρόπο, είναι επειδή το άτομο δεν είναι σε θέση να γνωρίζει συνειδητά τη πηγή του, ώστε να μπορέσει να το επεξεργαστεί και να το «μεταβολίσει» με λειτουργικό τρόπο. Δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί συνειδητά την εσωτερική του σύγκρουση – ομοίως και με τις λεγόμενες κρίσεις άγχους/πανικού. Για παράδειγμα, μία κοπέλα που μεγαλώνοντας έμαθε ότι «οφείλεις να αγαπάς και να εκτιμάς τους γονείς σου», αδυνατεί να αναγνωρίσει, πόσο μάλλον να εκφράσει με λόγια, τον έντονο θυμό που νιώθει απέναντί τους. Έτσι βιώνει παρεισφρέουσες σκέψεις πρόκλησης βίας, τις οποίες δεν αναγνωρίζει ως δικές της.
«Σε Ποιον Να Τα Πω;»
Πόσο εφικτό είναι για τα άτομα αυτά να μιλήσουν για σκέψεις τόσο αλλόκοτες, χωρίς να υποτιμηθούν, να αγνοηθούν, ή να περιθωριοποιηθούν; Πόσο ευαισθητοποιημένος είναι ο κόσμος σχετικά; Πόση από τη βία στην οποία εκτιθέμεθα από τα δίκτυα ενημέρωσης οφείλεται σε ψυχικές δυσκολίες που δεν φροντίζονται;
Προσπαθήστε να αφουγκραστείτε τον άνθρωπό σας, ή εναλλακτικά απευθυνθείτε σε επαγγελματία ψυχικής υγείας για να εξασφαλίσετε ένα ασφαλές και κατανοητικό πλαίσιο, ώστε τέτοιου είδους δυσκολίες να ακουστούν και να διερευνηθούν με έναν πιο διαχειρίσιμο και λειτουργικό τρόπο.