Υπάρχει ένα τραγούδι που λέει: «Η συμβουλή είναι μία μορφή νοσταλγίας. Το να σκορπάς συμβουλές είναι σαν να «ψαρεύεις» επιλεκτικά από το διαθέσιμο παρελθόν, να το καθαρίζεις, να χρωματίζεις τα άσχημα κομμάτια του, και να τα ανακυκλώνεις για περισσότερο απ’ όσο αξίζουν». Ίσως να ακούγεται νιχιλιστικό και απαισιόδοξο ως απόφθεγμα. Άλλωστε η συμβουλή έχει συνηθέστερα μία αγνή και καλοπροαίρετη πρόθεση. Δίνεις συμβουλές για να βοηθήσεις τον άνθρωπό σου. Όλοι μας έχουμε χρειαστεί συμβουλές για περισσότερο ή λιγότερο δύσκολες καταστάσεις στη ζωή μας. Ανοίγουν τους ορίζοντές μας και οδηγούν το νου μας σε προοπτικές που μέχρι πρότινος δεν είχε σκεφτεί.
Εντούτοις, αυτό που κατά τη γνώμη μου επισημαίνει η παραπάνω ρήση, είναι ότι η συμβουλή έχει να κάνει περισσότερο με το πρόσωπο που τη δίνει, παρά με το πρόσωπο που τη λαμβάνει. Πηγάζει από το παρελθόν του ατόμου, από εκείνο που η βιωμένη του εμπειρία έχει δείξει ότι «δουλεύει».
Έτσι, όσο περισσότερο εξαρτόμαστε από συμβουλές που έρχονται απ’ έξω, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τον ίδιο μας τον εαυτό. Φαίνεται να έχουμε ξεχάσει τη μοναδικότητα του καθενός από μας. Μία μοναδικότητα που δεν αφορά μόνο στο ποιοι είμαστε ως άτομα, ως προσωπικότητες, ως σύνολα αξιών, αλλά και στη διαδικασία ή πορεία ζωής που βρίσκεται ο καθένας – την ετοιμότητα και τη δεκτικότητά μας απέναντι σε ερεθίσματα, εμπειρίες, επιλογές.
Η κουλτούρα που αυτή τη στιγμή κυριαρχεί στα κοινωνικά δίκτυα αλλά και όχι μόνο, φαίνεται με κάποιο τρόπο να τοποθετεί τη συμβουλή στο ύψιστο βάθρο. Δημοσιεύσεις και άρθρα πλέον ξεκινάνε με φράσεις όπως «5 τρόποι να…», «6 σημάδια ότι…», «πώς καταλαβαίνεις ότι…», ενώ την ίδια στιγμή, πληθώρα «ειδικών» καταρτισμένων και μη, ισχυρίζονται πως έχουν τη λύση για κάθε σου πρόβλημα: πώς να γίνεις πιο ελκυστικός/ή, πώς να βρεις σύντροφο, πώς να μειώσεις το άγχος, πώς να χάσεις κιλά, κ.α. Ο κόσμος «καταβροχθίζει» αφιλτράριστα τέτοιου είδους περιεχόμενο, σχεδόν σαν αγέλη πεινασμένων θηρίων. Πεινάει, γιατί νιώθει χαμένος και απελπισμένος. Έχει πλήρη άγνοια, ή και δυσπιστεί, για το ότι πολλά από αυτά που χρειάζεται βρίσκονται ήδη μέσα του, αρκεί να στραφεί εντός του και να τα αναζητήσει. Η ιδέα αυτή μοιάζει πλέον αδιανόητη, σχεδόν γελοία, ίσως ακόμα και εκνευριστική.
Δεν αναρωτιόμαστε καν αν οι συμβουλές των άλλων μας ταιριάζουν, αν είμαστε έτοιμοι για αυτές, αν μας συναντάνε στην προσωπική μας διαδικασία. Όταν δε διαπιστώνουμε ότι δεν «δουλεύουν», η απογοήτευση και η απελπισία κορυφώνονται. Είμαστε τόσο πρόθυμοι να παραδοθούμε στον άλλον, στην υποτιθέμενη ειδημοσύνη του, παραχωρώντας παράλληλα κάθε ίχνος προσωπικής αυτοδυναμίας και ευθύνης. Παραδεχόμαστε την δική μας αναξιότητα και ανεπάρκεια να παρέχουμε για τον εαυτό μας.
Χρησιμοποιώ αιχμηρή γλώσσα επειδή θλίβομαι όταν στη ψυχοθεραπεία γίνομαι μάρτυρας αυτής της απελπισίας. Ο κόσμος έχει χαθεί, παραδοθεί, αποκοπεί από τον εαυτό του. Απευθύνεται σε μένα για λύσεις και απαντήσεις, μόνο που σταδιακά διαπιστώνει ότι συνήθως δεν είμαι σε θέση να τις δώσω, επειδή δεν είμαι εκείνος. Αντιθέτως, τον προσκαλώ να τις ανακαλύψουμε μαζί. Υπάρχει ομολογουμένως κάτι το ασυναγώνιστα συναρπαστικό και απολαυστικό όταν καταφέρνουμε να φωτίσουμε και να λεκτικοποιήσουμε το μέσα μας.
Όταν αναρωτιέσαι «τι πάει λάθος;», ή «τι να κάνω;» και νιώθεις ότι «σώζεσαι» από τη διορατικότητα ενός «ειδικού», να γνωρίζεις ότι την ίδια στιγμή υπάρχει μέσα σου μία απάντηση πολύ πιο ουσιαστική και πλήρης. Αρκεί να στρίψεις τη προσοχή εντός σου.