Άραγε όταν καλούμαστε να πάρουμε αποφάσεις και να κάνουμε επιλογές στη ζωή μας, από τη πιο ασήμαντη, όπως το τι θα φάμε για μεσημέρι, έως τη πιο κρίσιμη, όπως το να επιλέξουμε επάγγελμα, πού βασίζουμε τα κριτήριά μας; Πώς ξέρουμε τι είναι σημαντικό για εμάς;
Προκειμένου να πορευόμαστε στη ζωή με τρόπο που μας ωφελεί και μας εξελίσσει, όλοι μας βασιζόμαστε σε μία εσωτερική αξιολογητική διαδικασία, η οποία βασίζεται στο σύστημα αξιών μας. Στις αξίες μας. Σε όλα εκείνα που η εμπειρία της ζωής μας έχει διδάξει ότι είναι σημαντικά για εμάς. Τι εννοούμε όμως με την «εμπειρία της ζωής»;
Οι Σημαντικοί Άλλοι
Ένα σημαντικό κομμάτι αυτής της εμπειρίας, βάση της οποίας διαμορφώνουμε τις αξίες μας, καθορίζεται από τη κοινωνία και τους σημαντικούς άλλους. Δεν ζούμε μόνοι μας. Ζούμε και συνυπάρχουμε σε συστήματα, ομάδες ανθρώπων, όπως η οικογένεια ή το σχολείο. Η ανάγκη για αποδοχή και θετική αναγνώριση από τους άλλους είναι ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο. Αν θέλουμε να ανήκουμε και να νιώθουμε αποδεκτοί μέσα σε αυτές τις ομάδες, εκείνο που είναι σημαντικό για την ομάδα, αυτόματα γίνεται σημαντικό και για μας. Γίνεται αναπόσπαστο μέρος της δικής μας εσωτερικής αξιολογητικής διαδικασίας.
Η Αυθεντική Εσωτερική «Αίσθηση»
Ωστόσο, υπάρχει κάτι άλλο, εξίσου ή αν όχι περισσότερο σημαντικό, στο οποίο βασιζόμαστε για να πορευόμαστε στη ζωή. Είναι εκείνο που πηγάζει αυθεντικά από μέσα μας. Από τα σπλάχνα μας. Εκείνο που συχνά είναι δύσκολο να μπει σε λέξεις, ούτε μπορεί να εξηγηθεί με βάση τη λογική, αλλά βιώνεται περισσότερο σαν μία «αίσθηση εκ των έσω». Όταν εμπιστευόμαστε και βασιζόμαστε σε αυτή την αίσθηση, ξαφνικά μας γίνεται απόλυτα ξεκάθαρο αν κάτι θέλουμε ή δεν θέλουμε, προτιμάμε ή δεν προτιμάμε, μας ταιριάζει ή δεν μας ταιριάζει, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει. Είναι η μοναδική και αδιαμφισβήτητη εσωτερική μας αλήθεια, η ύπαρξη της οποίας σα να μη χρειάζεται να εξηγηθεί ή να δικαιολογηθεί. Απλά υπάρχει. Υπάρχει και μας καθοδηγεί, σχεδόν με ένα τρόπο αξιόπιστο και σοφό.
Συνεπώς, οι αξίες μας, αυτό που συνιστά την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας, διαμορφώνονται μέσα από τον συνδυασμό (α) του αυθεντικού εσωτερικού μας βιώματος, αυτής της «αίσθησης εκ των έσω», και (β) της συνύπαρξής μας με τους σημαντικούς άλλους. Μπορεί άραγε να βρεθεί μία ισορροπία μεταξύ των δύο, έτσι ώστε να μπορούμε σχετιζόμαστε αυθεντικά με τους άλλους, χωρίς να χάνουμε τον εαυτό μας;
Η Απομάκρυνση από τον Εαυτό
Υπάρχει μία ομάδα στη ζωή μας που γίνεται απόλυτα καθοριστική για την επιβίωσή μας, ή για τον τρόπο με τον οποίο προσδιορίζουμε τον εαυτό και την ύπαρξή μας. Αυτή είναι η οικογένεια, οι γονείς μας. Αναπόφευκτα, οι αξίες των γονιών διαμορφώνουν, σχεδόν εξ’ ολοκλήρου, και τις δικές μας αξίες. Τι γίνεται όμως όταν οι γονείς ακυρώνουν, ή ακόμα και μάχονται, εκείνο που πηγάζει από την αυθεντική μας σπλαχνική αίσθηση; Όταν δεν το αποδέχονται; Τότε βιώνουμε μία πολύ πραγματική εσωτερική σχάση: αυτό που είναι σημαντικό για εκείνους δεν συμβαδίζει αυτό που ενστικτωδώς γνωρίζουμε πως είναι σημαντικό για εμάς.
Έτσι, μέσα από αυτά τα πρώιμα βιώματα, μαθαίνουμε σταδιακά ότι προκειμένου να επιβιώσουμε και να διατηρηθούμε, και τελικά να νιώθουμε ότι ανήκουμε και να γινόμαστε αποδεκτοί, χρειάζεται να θυσιάζουμε, να «σκεπάζουμε» την αλήθεια που βρίσκεται μέσα μας. Χάνουμε την επαφή μαζί της, με τον αληθινό μας εαυτό, αφού ποτέ δεν μας χρησίμευσε για τον αυτοπροσδιορισμό μας. Υιοθετούμε έναν τρόπο ύπαρξης που δεν έχει να κάνει καθόλου με αυτό που είμαστε πραγματικά, αλλά με αυτό που οι άλλοι έχουν θελήσει και θέλουν να είμαστε.
Ενδοβολή Αξιών
Στην ενήλικη πλέον ζωή, σε σχέσεις πέρα των ενδοοικογενειακών, αυτό που κάθε στιγμή αντιλαμβανόμαστε ως σημαντικό για τον άλλον, αυτόματα εσωτερικεύεται και βιώνεται, γίνεται αντιληπτό, ως κάτι δικό μας. Πρόκειται για μία εντελώς ασυνείδητη, υποδόρια, «υπόγεια» διαδικασία. Είμαστε απολύτως πεποισμένοι ότι πηγάζει από την αυθεντική εσωτερική μας αίσθηση, από την αλήθεια που υπάρχει μέσα μας, ενώ στη πραγματικότητα ανήκει στον άλλον, αποτελεί δική του ιδιοκτησία. Καταλήγουμε λοιπόν να «ενδοβάλλουμε» τις αξίες των άλλων, θεωρώντας τις ως δικές μας. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται «ενδοβολή αξιών». Όσο περισσότερες αξίες ενδοβάλλουμε, τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε από τον πραγματικό μας εαυτό.
Δεν είναι τυχαίο ότι έρχονται άτομα στη ψυχοθεραπεία λέγοντας ότι «είναι πολύ σημαντικό για μένα να τους έχω όλους ευχαριστημένους», ενώ στη πορεία να διαπιστώνουν ότι «είναι πλέον πολύ πιο ικανοποιητικό για μένα να βάζω τον εαυτό μου σε προτεραιότητα». Ή ότι «είναι απαραίτητο για μένα να νιώθω ότι προοδεύω, ότι μπορώ, ότι τα καταφέρνω», ενώ στη πορεία να συνειδητοποιούν ότι «απολαμβάνω να δίνω χρόνο στον εαυτό μου, να χαλαρώνω, να μου προσφέρω στιγμές ανεμελιάς και ξεγνοιασιάς, χωρίς να νιώθω ότι αυτό αλλάζει τη γνώμη που εγώ ή οι άλλοι έχουν για μένα». Έχουν έρθει σε επαφή με τις αυθεντικές σπλαχνικές τους ανάγκες και τις αξιοποιούν για να δομήσουν τη νέα τους πλέον, αλλά ανέκαθεν αληθινή, ταυτότητα.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ακόμα και εκείνο που οι άλλοι φαίνονται να θεωρούν σημαντικό για τους ίδιους, μπορεί να είναι μία αξία που έχουν ενδοβάλει από κάποιον τρίτο!
Όσο περισσότερο «ξεσκεπάζουμε» τις ενδοβεβλημένες μας αξίες, όσο περισσότερο έχουμε επίγνωση της διαδικασίας της ενδοβολής σε καθημερινή βάση, τόσο περισσότερο μπορούμε να μας επιτρέπουμε να υπάρχουμε και να σχετιζόμαστε αυθεντικά, αποδεσμευμένοι από προσωπεία που δεν μας εκφράζουν, ούτε μας εξυπηρετούν. Αρκεί να είμαστε έτοιμοι να αναγνωρίσουμε ότι συμβαίνει, να βάλουμε σε λέξεις την εσωτερική σύγκρουση που βιώνουμε. Η εσωτερική αυτή επεξεργασία είναι μέρος του έργου που επιτελείται στη ψυχοθεραπεία.
Πηγή:
Rogers, R. C. (1951). Client-Centered Therapy (Ch. 11, pp. 481-532). Houghton Mifflin.