Η αποφυγή του θανάτου είναι ένα ένστικτο που θα έλεγε κανείς ότι αποτελεί το κίνητρο για σχεδόν όλες τις συμπεριφορές μας. Ζούμε για να επιβιώσουμε. Να διατηρηθούμε. Να αναπτυχθούμε. Να απομακρυνθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο από τον θάνατο. Κάτι τόσο αναπόφευκτο και ισοπεδωτικό. Ενίοτε αναπάντεχο και τραυματικό.
«Φοβάμαι ότι θα πεθάνω μόνος/μόνη μου». Τα άτομα που εξωτερικεύουν αυτή τους την αίσθηση με τις συγκεκριμένες λέξεις, υποθέτω πως είναι σαν να κουβαλάνε τον θάνατο πλάι τους, κάθε μέρα. Σαν να πορεύονται κουβαλώντας ένα σάκο με μία ωρολογιακή βόμβα. Σαν έναν κίνδυνο που ελλοχεύει μονίμως. Και αν είναι έτσι, μήπως όλα είναι μάταια; Μήπως δεν υπάρχει νόημα σε τίποτα, από τη στιγμή που «ό,τι και να κάνω θα πεθάνω μόνος μου»; «Για ποιο λόγο να προσπαθώ να απολαύσω τη ζωή, να κυνηγώ τις επιθυμίες και τους στόχους μου, από τη στιγμή που μία τέτοια κατάληξη είναι τόσο δεδομένη;» Σκέφτομαι φωναχτά.
Βρίσκω εκπληκτικό το πόσο συχνά ακούγεται η συγκεκριμένη φράση στο θεραπευτικό δωμάτιο. Βρίσκω εκπληκτικό το πώς τα εσωτερικά βιώματα διαφορετικών ανθρώπων έχουν διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να καταλήγουν να λεκτικοποιούνται με τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Βρίσκω επίσης στενάχωρο ότι ακούγεται κυρίως από άτομα στην αρχή της ενήλικης ζωής τους.
Το ιδιαίτερο στη φράση αυτή είναι ότι συνήθως προκύπτει από μόνη της, αυτούσια, χωρίς να συνοδεύεται από κάποια λογική ή συναισθηματική εξήγηση για την ύπαρξή της. Σαν να μη τη κάλεσε ποτέ κανείς. Και όμως αυτή αναδύεται, υπάρχει, καταλαμβάνει χώρο στη ψυχή. Η λεκτικοποίησή της είναι ένα βίωμα που προκαλεί στο άτομο ανησυχία («τι πάει λάθος με μένα;») και ερωτηματικά («γιατί να νιώθω έτσι;»).
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι όλοι μόνοι μας πεθαίνουμε. Δεν πεθαίνουμε συνήθως μαζί με κάποιον άλλον. Ο θάνατος είναι κατά κύριο λόγο ένα μοναχικό σπορ. Αυτή η σκέψη θα μπορούσε να αποτελεί μία λογική εξήγηση που πιθανώς να λειτουργούσε ανακουφιστικά για τα άτομα αυτά. Αλλά αυτό δε συμβαίνει – η σκέψη «φοβάμαι ότι θα πεθάνω μόνος μου» μάλλον κάτι άλλο θέλει να πει:
«Νιώθω βαθιά αποξενωμένος από τους άλλους και τον κόσμο. Σα να υπάρχει κάτι μέσα μου, άγνωστο και αινιγματικό, που θολώνει και εμποδίζει τη βαθιά και ουσιαστική σύνδεσή μου με άλλους ανθρώπους. Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω βιώσει κάποιον συναισθηματικά κατανοητό και ασφαλή δεσμό με κάποιον άλλο άνθρωπο, ώστε αυτό να λειτουργήσει ως απόδειξη, ως ενέχυρο, για την ικανότητά μου – ή για την ύπαρξη της πιθανότητας – να δημιουργήσω και να απολαμβάνω έναν τέτοιο δεσμό που να με συνοδεύει για όλη την υπόλοιπη ζωή μου».
Βέβαια, το ακριβές της νόημα διαφέρει για τον καθένα. Μπορεί να αφορά αποκλειστικά το προσωπικό, φιλικό, ή ερωτικό επίπεδο, ή να εκτείνεται σε όλα τα επίπεδα ταυτόχρονα. Μπορεί επίσης να μη σχετίζεται καθόλου με τα παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει πάντα μία εξήγηση για την ύπαρξη αυτής της αίσθησης, αυτού του φόβου. Τίποτα δεν πηγαίνει λάθος. Το «πρόβλημα» είναι ότι τα άτομα αυτά δεν βρίσκονται σε επαφή μαζί της. Είναι σκεπασμένη και κρυμμένη πολύ καλά, διότι θα ήταν τρομακτική ή απειλητική αν αναδυόταν ξαφνικά στο συνειδητό νου.
Σεβόμενοι το ρυθμό και τις αντοχές του κάθε ανθρώπου, στη προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία αποσκοπούμε να κάνουμε το άγνωστο γνωστό, το ασυνείδητο συνειδητό. Ώστε να μη νιώθει πλέον ο άνθρωπος τόσο αποξενωμένος και τόσο μόνος. Να νιώσει εκ νέου ως μέλος του ανθρώπινου είδους, ικανό για ουσιαστική και ασφαλή σύνδεση. Και ίσως τότε να μη φαντάζουν όλα μάταια.