Μια υγιής ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη μας επιτρέπει να συσχετιζόμαστε αρμονικά με τους άλλους ανθρώπους, να βιώνουμε θετικές σκέψεις και συναισθήματα για τον εαυτό μας και να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε αποτελεσματικά τις διάφορες προκλήσεις που φέρνει η ζωή στον δρόμο μας.
Οι Δύο Θεμελιώδεις Ανθρώπινες Ανάγκες
Για να εξασφαλίσουμε μια υγιή ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη, όλοι μας ως μικρά παιδιά προσπαθούσαμε να καλύψουμε δύο βασικές ανάγκες. Η πρώτη ανάγκη είναι η καλλιέργεια μιας ουσιαστικής και ασφαλούς ανθρώπινης σχέσης. Οι άνθρωποι είμαστε κατ’ εξοχήν κοινωνικά όντα. Είναι στο DNA μας. Συνεπώς, ως μικρά παιδιά είναι στη φύση μας να αναζητούμε μια ασφαλή και ουσιαστική ανθρώπινη σύνδεση, η οποία θα μας παρέχει το απαραίτητο στήριγμα, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, ώστε να μπορέσουμε να δομήσουμε κατάλληλα τον εαυτό μας, την ταυτότητά μας, και να πορευόμαστε επαρκώς εξοπλισμένοι στον έξω κόσμο.
Η δεύτερη θεμελιώδης ανάγκη που ως μικρά παιδιά προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε, είναι η διατήρηση της αλήθειας και της αυθεντικότητάς μας, μέσα στο χάος της ανάπτυξής μας. Με άλλα λόγια, η διατήρηση της φύσης μας. Η επιθυμία αυτή θα έλεγα ότι ενέχει περισσότερες προκλήσεις, καθώς όταν μεγαλώνουμε η ζωή μας αρχίζει να περιπλέκεται ολοένα και περισσότερο με εκείνες των άλλων. Μπροστά στην ανάγκη μας να αποκτήσουμε σταθερές, ασφαλείς, και υγιείς ανθρώπινες σχέσεις, να νιώθουμε ότι ανήκουμε, είναι πολύ πιθανό να θυσιάσουμε μέρος της αλήθειας μας, και κατά συνέπεια του εαυτού μας. Ένα από τα πιο σημαντικά καθήκοντα των γονέων είναι να μας διδάξουν από νωρίς τρόπους οι οποίοι θα μας βοηθήσουν να ξεπεράσουμε τον κίνδυνο αυτό.
Η Γέννηση του «Καλού Παιδιού»
Πράγματι, σε ένα πρώιμο στάδιο, αυτές οι δύο ανάγκες, η ασφαλής ανθρώπινη σχέση και η διατήρηση της αυθεντικότητας του εαυτού, ικανοποιούνται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου μέσω της σχέσης μας με τους γονείς μας. Οι γονείς οφείλουν να το γνωρίζουν αυτό, και να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι ώστε να συνεισφέρουν στην ομαλή ανάπτυξη του παιδιού τους.
Θα πείτε, πόσο συχνά συμβαίνει αυτό; Δυστυχώς, όχι πολύ συχνά. Πολλοί γονείς, για δικούς τους λόγους που δεν έχουν διερευνήσει, δεν αντέχουν την αλήθεια του παιδιού τους, διότι αντιτίθενται είτε στις προσδοκίες που έχουν ήδη δημιουργήσει για τα παιδιά τους (προκειμένου να ικανοποιήσουν δικές τους ανασφάλειες), είτε στις εσωτερικευμένες πεποιθήσεις και τα «πρέπει» με τα οποία πορεύονται στη ζωή. Το πιο συνηθισμένο παράδειγμα αυτής της συνθήκης είναι όταν το παιδί έχει πολλή ενέργεια και θέλει να την εκφράσει, να «ξεδώσει», να εκτονωθεί. Πολλοί γονείς δεν το αντέχουν αυτό, και το καταστέλλουν χωρίς να υπάρχει πραγματικός, αντικειμενικός λόγος.
Δημιουργείται λοιπόν στο μικρό παιδί η εξής εσωτερική σύγκρουση: προκειμένου να εξασφαλίσει μια ασφαλή ανθρώπινη σύνδεση με τους γονείς του, το πρότυπο της οποίας θα το συνοδεύει για όλη την υπόλοιπη ζωή του, μαθαίνει ότι οφείλει να θυσιάσει, να απορρίψει την αλήθεια και την αυθεντικότητά του. Οι σχέσεις του καλλιεργούνται και θα καλλιεργούνται βασιζόμενες στην ιδέα ότι «για να ανήκω και να είμαι αποδεκτή/ός, οφείλω να εστιάζω τη προσοχή μου στις ανάγκες των άλλων και να τις ικανοποιώ». «Οι δικές μου ανάγκες είναι λιγότερο σημαντικές από εκείνες των άλλων». «Αν δεν ικανοποιώ τις ανάγκες των άλλων, θα με απορρίπτουν.»
Η συγκεκριμένη σχεσιακή δυναμική είναι αυτή που συντελεί στους λεγόμενους «people pleasers», στα λεγόμενα «καλά παιδιά». Τα καλά παιδιά είναι άνθρωποι με πολύ ευέλικτα προσωπικά όρια, άνθρωποι που βάζουν τις ανάγκες των άλλων πάνω από τις δικές τους, και γενικότερα άνθρωποι που υπολείπονται σε θέματα αυτοεκτίμησης, αυτοπεποίθησης, και αυτογνωσίας. Η μόνιμη εσωτερική σύγκρουση μεταξύ αυθεντικότητας και ασφάλειας, τους οδηγεί να βιώνουν αυξημένα επίπεδα άγχους, ενώ δεν αποκλείεται να παρουσιάζουν και ψυχοσωματικά νοσήματα.
Άρα το Καλό είναι Κακό (και το Κακό Καλό);
Στην περίπτωση των καλών παιδιών συμβαίνει το εξής οξύμωρο: η λέξη «καλό» λαμβάνει αυτόματα μία αρνητική χροιά. Τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνει το καλό παιδί για να αποδεσμευτεί από αυτή την εσωτερικευμένη ταμπέλα; Άραγε η λύση βρίσκεται στο να γίνει «κακό» παιδί, «κακός» άνθρωπος; Και αν ισχύει αυτό, τότε η λέξη «κακό» προσδιορίζεται θετικά;
Μάλλον όχι. Η παραπάνω λογική είναι ένα παράδειγμα πολωτικής σκέψης, κατά την οποία οι άνθρωποι προτιμούν να αντιλαμβάνονται τις καταστάσεις σε διαστάσεις άσπρου και μαύρου, επειδή κάτι τέτοιο προσδίδει ασφάλεια, έλεγχο, και σιγουριά. Τις περισσότερες φορές όμως λειτουργεί ανασταλτικά για τη ψυχική μας υγεία. Ούτε μας εξυπηρετεί ιδιαίτερα να θεωρούμε οποιοδήποτε στοιχείο του χαρακτήρα μας ως κακό. Η γενική οδηγία είναι να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας όπως ακριβώς είναι, και να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να αλλάξουμε αυτό που διαπιστώνουμε ότι δεν μας εξυπηρετεί.
Η Περίπτωση του «Καλού Ανθρώπου»
Τι γίνεται όμως όταν ένα καλό παιδί διαθέτει γνήσιες, θεμελιώδεις αξίες της ύπαρξής του, όπως ευγένεια, καλοσύνη, ευσπλαχνία, ενσυναίσθηση, ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, οι οποίες το καθιστούν πραγματικά καλό άνθρωπο; Τι κάνει τότε; Άραγε απορρίπτει ολοκληρωτικά αυτό που είναι, προκειμένου να αποδεσμευτεί από τη νοσηρή ταμπέλα του «καλού παιδιού»; Άραγε γίνεται κάποιος να είναι καλός άνθρωπος χωρίς να είναι «καλό παιδί»;
Φυσικά και γίνεται. Εδώ εντοπίζεται η απατηλή δυσφορία που βιώνουν τα καλά παιδιά. Θεωρούν ότι προκειμένου να αποδεσμευτούν από αυτή τη νοσηρή ταμπέλα, ίσως οφείλουν να απορρίψουν όλα αυτά τα στοιχεία που τους καθιστούν καλούς. Δεν ισχύει όμως αυτό.
Ένας πελάτης πρόσφατα μου είπε κάτι που με εξέπληξε. «Παίρνω μεγάλη αξία όταν μου λένε ότι είμαι καλό παιδί, καλός άνθρωπος. Οι καλοί άνθρωποι θεωρώ ότι σπανίζουν στις μέρες μας και χαίρομαι που αποτελώ παράδειγμα τέτοιου ανθρώπου». Δεν το ακούς συχνά αυτό. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος έχει καταφέρει να διατηρήσει τα πυρηνικά στοιχεία του χαρακτήρα του, χωρίς να τοποθετεί τον εαυτό του κάτω από τη ομπρέλα όλων εκείνων των γνωρισμάτων που συνιστούν το «καλό παιδί», όπως η χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση, η χειραγωγισιμότητα, η έλλειψη αυθορμητισμού.
Φαίνεται λοιπόν ότι πολλά στοιχεία του «καλού παιδιού» είναι όντως καλά, θετικά, εξυπηρετικά, παραγωγικά. Η λύση δεν εντοπίζεται στην ολοκληρωτική απόρριψη μιας ταυτότητας. Εντοπίζεται στην υιοθέτηση ενός περισσότερο «γκρίζου» τρόπου σκέψης και αντίληψης. Φαίνεται λοιπόν ότι πολλά στοιχεία του «καλού παιδιού» είναι όντως καλά, θετικά, εξυπηρετικά, παραγωγικά.
Πώς Γίνεται να Είσαι Καλός χωρίς να Είσαι «Καλός»;
Η λύση βρίσκεται στο να βάζεις όρια. Να υπερασπίζεσαι τις αξίες σου, τις επιθυμίες σου, τις ανάγκες σου, τις αντοχές σου. Δεν γίνεσαι κακός, εγωιστής, ναρκισσιστής, ούτε αχάριστος. Γίνεσαι αυτοφροντιστικός/ή, διατηρώντας παράλληλα τη γνήσια καλή φύση σου.
Ομολογουμένως, το να σπάσει κανείς τα μοτίβα συμπεριφοράς που συνιστούν το «καλό παιδί» είναι εξαιρετικά δύσκολο. Αυτό συμβαίνει αφενός διότι το ίδιο το άτομο καλείται να βάλει σε προτεραιότητα τον δικό του εαυτό, κάτι που αντιτίθεται ακόμα και στις πιο θεμελιώδεις πεποιθήσεις του, πεποιθήσεις που έχουν δομήσει τη μέχρι τώρα ύπαρξή του. Αφετέρου διότι ο κοινωνικός του περίγυρος δεν είναι καθόλου συνηθισμένος σε κάτι τέτοιο. Η στροφή αυτή θα ξενίσει, και το άτομο ενδέχεται να έρθει αντιμέτωπο με έντονα αντιδραστικές συμπεριφορές, στις οποίες για ευνόητους λόγους είναι πολύ πιθανό να υποκύψει.
Κάποτε όμως έρχεται η στιγμή που ο πόνος του να παραμείνεις στάσιμος γίνεται μεγαλύτερος από τον πόνο της αλλαγής. Αν δεν αντέχεις άλλο να σε θεωρούν δεδομένη/ο, να καταπιέζεις τα συναισθήματα, τον αυθορμητισμό, και τα «πιστεύω» σου, να γίνεσαι υποχείριο των επιθυμιών των άλλων, τότε η οριοθέτηση είναι μονόδρομος για σένα. Ένας μονόδρομος όμως που δεν θα σε περιορίσει, αλλά θα σε απελευθερώσει. Με μικρά και συχνά βήματα, όλα είναι δυνατά.